Τα «Φώτα», το Δέντρο και οι Καλικάντζαροι

της Ευλαμπίας Τσιρέλη


Όλο τον χρόνο οι καλικάντζαροι κάτω από τη γη πελεκούν το δέντρο της ζωής που συγκρατεί τον κόσμο. Το δωδεκαήμερο των εορτών, παρατούν τα τσεκούρια τους και ανεβαίνουν στον κόσμο μας για να κλέψουν γλυκά και να πειράξουν τους ανθρώπους. Την ημέρα των Θεοφανίων (των Φώτων) όμως, οι καλικάντζαροι τα σκοτεινά αυτά όντα, εξουδετερώνονται, επιστρέφουν κάτω από τη γη, και νικά το Φως.

Επιστρέφοντας στη δουλειά τους, βλέπουν με λύπη τους  ότι το δέντρο έχει εν τω μεταξύ θρέψει και "φτου κι απ' την αρχή", ξεκινούν να το πελεκούν για να το κόψουν, μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, και πάει λέγοντας. 

Η ημέρα των Φώτων είναι μια ημέρα μάχης του φωτός και του σκότους, μια από τις αρχαιότερες συμβολικές μάχες δηλαδή. Το δέντρο (αρχαία θρησκεία) συμβολίζει την ισορροπία του κόσμου, οι καλικάντζαροι (όντα γεννημένα από την ένωση των χριστιανικών δαιμόνων, των δυτικών ξωτικών και των χθόνιων πνευμάτων του παγανισμού, σάτυροι κλπ.) συμβολίζουν το σκοτάδι, και η μέρα των Φώτων με τον αγιασμό των υδάτων, συμβολίζει τη νίκη του φωτός έναντι του σκότους, τη διαβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά για ακόμη ένα έτος. Η γιορτή έχει έντονο χαρακτήρα καθαρμού με τον αγιασμό των υδάτων. Το ύδωρ ως καθαγιαστικό στοιχείο ξορκίζει και καθαρίζει την ψυχή και το σώμα. 

Άλλο στοιχείο που κυριαρχεί, είναι η φωτιά (φως), εξίσου καθαγιαστική που την φοβούνται οι καλικάντζαροι, για αυτό φροντίζουν να μπαίνουν από την καμινάδα τη νύχτα όταν οι άνθρωποι κοιμούνται κι έχουν σβηστό το τζάκι (Άγιος Βασίλης - Santa Claus και καλικάντζαροι). Έτσι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξολοθρεύσουν ή να τους διώξουν με τη φωτιά, διατηρώντας το τζάκι αναμμένο όλο το Δωδεκαήμερο. 
Ο λαός τούς φαντάζεται μαύρους και άσχημους, τριχωτούς, με πόδια τράγου, αλλά ανάλογα με τον τόπο λαμβάνουν κι άλλες μορφές (βλ. παρακάτω αναφορές Ν.Πολίτη). Πολλές φορές οι περιγραφές των καλικάντζαρων έχουν φαλλικό χαρακτήρα και ομοιάζουν με τον Πάνα, παραπέμποντας στη γονιμότητα της γης. 

Παραδόσεις για τους καλικάντζαρους: 

Σύμφωνα με μια θεωρία, οι καλικάντζαροι προήλθαν από τους κανθάρους. Κάνθαροι ή καλικάντζαροι, κατ' ευφημισμό, ήταν βλαπτικά κολεόπτερα για τους αγρούς και για τ' αμπέλια. Ύστερα εμφανίστηκαν σαν δαιμόνια με μορφή κανθάρων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, μετατράπηκαν στα σημερινά δαιμόνια, τους καλικάντζαρους. 

Άλλη θεωρία υποστηρίζει την άποψη πως οι καλικάντζαροι προέρχονται από τις αρχαίες κήρες, δηλαδή τις ψυχές των νεκρών. 

Υπάρχει και άλλη άποψη. Επειδή οι δώδεκα μέρες του Δωδεκαημέρου προστέθηκαν για να εναρμονιστεί ο σεληνιακός με τον ηλιακό χρόνο, θεωρήθηκαν μέρες εμβόλιμες, μη κανονικές. Κατά το διάστημα αυτό επέρχεται μια αναστάτωση στην τροχιά του χρόνου. Σ' αυτή την αλλαγή παρουσιάζονται μυστηριώδη όντα ενοχλητικά ή βλαπτικά. Τέτοιοι είναι οι καλικάντζαροι που αντιπροσωπεύουν τους Δαίμονες της βλαστήσεως. 

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παράδοση από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας, μια από τις μεγαλύτερες Χριστιανικές κοινότητες της περιοχής. Η γιορτή της παραμονής των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου, ήταν σ’όλους γνωστή με το όνομα “Σάγια”. Πρωί πρώι με το ξημέρωμα, πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια. Μέσα σε φιάλες σφραγισμένες διατηρούσαν αγιασμό στο εικονοστάσι του σπιτιού ως τον άλλο χρόνο. Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Γύριζαν πρωί πρωί στα σπίτια, έλεγαν το τροπάριο “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε… ” και μάζευαν δώρα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε “Σάγια “. Διάλεγαν μια μεγάλη κιλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα Ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: “Ήρθε η σάγια, την άκουσες;”


Η υπέροχη συλλογή παραδόσεων και πολύτιμο βιβλίο για κάθε Έλληνα που αγαπά την λαογραφία, είναι φυσικά το βιβλίο «Παραδόσεις» του Ν.Πολίτη (κυκλοφορεί σε 2 τόμους, Α’ και Β, εκδόσεις «γράμματα», 1994). Παραθέτω μερικές σύντομες και ενδιαφέρουσες αναφορές στους καλικάντζαρους ανά την Ελλάδα.




Οι Λυκοκατζαραίοι
Οι λυκοκατζαραίοι έρχονται από της γης από κάτου. Ούλον το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν, κόβουν, όσο που μινέσκει λιγάκι ακόμα, ώς να κλωνά άκοπο, και λεν: «Χάιστε να πάμε, και θα πέσει μοναχό του.» Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δένδρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται, κι ούλο ‘φτόνη τη δουλειά κάνουν. (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ)

Οι Καλικαντσιάροι
Τα δωδεκάμερα, από του Χριστού ως των Φώτων, βγαίνουν οι Καλικάντσαροι. Αυτοί είναι σαν άνθρωποι, μόνο πως είναι πολύ αδύνατοι, πετσί και κόκαλο, γι αυτό, όταν θέλουν να ειπούν για κανένα πως είναι πολύ αχαμνός, τον λεν καλικάντσιαρο. Οι καλικάντσιαροι φορούν μια χοντρή καπότα, και γυρίζουν τη νύχτα στους δρόμους και φοβίζουν τους ανθρώπους. Αμα ψαλεί ο Μικρός Αγιασμός την παραμονή των Φώτων, αφανίζονται και λεν τότε αναμεταξύ τους: Φεύγετε να φευγουμε/ γιατ’ ήρθε ο διαβολόπαπας/ με την αγιαστούρα του/και με τη βρεχτούρα του! (ΜΗΛΟΣ)

Ο Μαντρακούκος
Ο Μαντρακούκος, που τον λεν αλλιώς και Κουτσό και Χωλό, είναι ο τελευταίος πό το δαιμονικό συνέδριο και ο πρωτος και αρχηγός των καλικαντζάρων. Παρασταίνεται πως είναι κουτσός, κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, με καραφλό κεφάλι κι ασχημομούρης, τέρας. Έχει και φύση πάρα πολύ μεγάλη, γι αυτό πολλές φορές και τη φύση τη λεν «μαντρακούκο». Ο Μαντρακούκος βγαίνει τα δωδεκαήμερα. Την ημέρα κρύβεται σε μάντρες κι έρημους τόπους, και κατά τα σουρουπώματα κατεβαίνει στα σταυροδρόμιακαι στα σοκάκια, για να βρει καμιά γυναικούλα να την καβαλικεύσει και να της κάνει χίλιω λογιώ πράγματα. Και η γυναίκα αν γνωρίσει και τον ξορκίσει τον Οξαποδώ, ελευθερώνεται και πάει στη δουλειά της, αλλιώς πολά κιντινεύει να πάθει στα χέρια του Μαντρακούκου. (ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ)

Οι Πλανήταροι
Οι πλανήταροι, που σε μερικά μέρη της Κύπρου τους λεν και καλικάντζαρους, έρχονται στη γη τα Χριστούγεννα και μένουν όλα τα δωδεκαήμερα.Τους βλέπουν οι αλαφροϊσκιωτοι. Πότε παρουσιάζονται σαν σκυλιά, πότε σα λαγοί, πότε σα γαϊδούρια και σαν καμήλες, και συχνά σαν κουβάρια. Οι αλαφροϊσκιωτοι σκοντάφτουν απάνω τους, σκύβουν να τα πιάσουν, αλλ’ άξαφνα το κουβάρι τρέχει μοναχό του και φεύγει. Παραπέρα γίνεται γάιδαρος ή καμήλα και πάγει μπροστά. Γελιέται ο άνθρωπος, τον καβαλικεύει και ο γάιδαρος τότε ψηλώνει σα βουνό και τον ρίχνει από ψηλά, και γυρίζει εκείνος μισοπεθαμένος στο σπίτι του, κι αν δε πεθάνει, θα είναι όμως αρρωστιάρης σ’ όλη του τη ζωή. (ΚΥΠΡΟΣ)

Οι Βερβελούδες
Οι Βερβελούδες είναι γυναίκες τριχωτές που κατεβαίνουν τα δωδεκαήμερα από τα τζάκια στα σπίτια. Είναι σκαρφαλωμένες σα μαϊμούδες στ’ακρωρόφια ή στις καπνιές των τζακιών, και καρτερούν να’ρθούν τα μεσάνυχτα, να ξεχυθούν στο σπίτι με τους καλικάντζαρους. (Κωνσταντινουπολη) (Σ.τ.Σ.: οι παράδοση των Βερβελούδων έχει επιβιώσει στη Σαμοθράκη, βλ. Άρθρο «Τα στοιχειά της Αλλοτινής Σαμοθράκης-Ευλαμπία Τσιρέλη http://www.biblicalmagic.blogspot.gr/2012/04/blog-post_07.html)

Τα Παγανά
Τα Παγανά μπαίνουν στο σπίτι από το τζάκι κι απ’ τις τρύπες και χύνουν το νερό και σκορπάν το αλέυρι και σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάν τη στάχτη. Για τούτο πρέπει να σφαλείς τη νύχτα όλα τ’αγγειά, και σαν πλαγιάζεις, να ρίχνεις στη φωτιά ρείκια ή αλάτι να βροντάει, και δίνουν τότε δρόμο τα παγανά απ’ το βρόντημα που ακούγουν ή να ρίχνεις κανένα κομμάτι πετσί να μυρίζει και δε ζυγώνουν. Κοιμόμουν μια φορά στο παραγώνι, κουκουλωμένη με το σκέπασμα ως το κεφάλι, και είχε κατακάτσει η φωτιά κι ήταν σκοτάδι. Ξυπνάω άξαφνα, και βλέπω στο φως της αθράκας έναν παγανό κοντά στη σταχτοθουρίδα, που σκόρπαγε τη στάχτη• και τον τσάκωσα απ’ την αγκούλα του κι εκείνος τράβαγε και μου την πήρε ο καταραμένος κι έφυγε γελώντας απ’ το τζάκι. Για αυτό κι η στάχτη η παγανίσια, που μένει όσο κρατούν τα παγανά, είν’ οργισμένη (..). (ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ)

Οι Δυο Γριές
Δυο γριές πήγαν να γιομίσουν τις βίκες τους νερό στη βρύση, και στο γυρισμό νύχτωσαν και σ’ ένα αλώνι είδαν τους λυκοκάντζαρους να χορεύουν. Τις άρπαξαν και τις ανάγκασαν κι αυτές να πιαστούν στο χορό μαζί τους. Αυτές, πονηρές, εγδύθηκαν τσιτσίδι κι άρχισαν να χορεύουν σαν να μην τις ένοιαζε καθόλου. Οι λυκοκάντζαροι να ιδούν τέτοια παράξενα πλάσματα, απόρησαν και τρόμαξαν, και τις άφησαν ύστερα να φύγουν χωρίς καν να τις πειράξουν». (ΚΑΛΑΜΑΙ)

Ευλαμπία Τσιρέλη

Εκπαιδευτικός, Θεολόγος
MA Theology |Yπ. Ph.D. Α.Π.Θ.
καθηγήτρια δημιουργικής γραφής, συγγραφέας


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τσιγγάνοι, οι αιώνιοι ταξιδευτές.

Οδοιπορικό στην Άνω Σκοτίνα. Οι τοιχογραφίες της Κόλασης.

Τα Στοιχειά της Σαμοθράκης